καταψευσμός

καταψευσμός
καταψευσμός, o (A) [καταψεύδομαι]
ψευδής κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή, δυσφήμηση («διαβολὴν πόλεως, καὶ ἐκκλησίαν ὄχλου, καὶ καταψευσμὸν ὑπὲρ θάνατον, πάντα μοχθηρά», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταψευσμόν — καταψευσμός slander masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”